Κτήρια που μέχρι πρόσφατα έδιναν μία αίσθηση εγκατάλειψης και μπορεί να παρέμεναν για χρόνια ή και αιώνες εκτός λειτουργίας, πλέον παίρνουν ζωή και δίνουν μια ανανεωμένη πνοή στην αστική αρχιτεκτονική.
Εκ των πραγμάτων, η εγκατάλειψη ενός κτηρίου ή ιδιοκτησίας έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στον αστικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, τα εγκαταλελειμμένα κτήρια εγκυμονούν κινδύνους δημόσιας ασφάλειας (όπως η αποκόλληση υλικών και πρόκληση πυρκαγιών), αποτελούν εστίες μόλυνσης (συσσώρευση σκουπιδιών και τρωκτικών) και παραβατικότητας - εγκληματικότητας, επιβαρύνουν φορολογικά και λειτουργούν συμπιεστικά στις αξίες των γύρω ακινήτων. Με άλλα λόγια, υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής στον αστικό χώρο και δημιουργούν ένα μη ελκυστικό περιβάλλον τόσο για τους ίδιους τους κατοίκους και τους επισκέπτες σε αυτό, όσο και για μελλοντικούς επενδυτές.
Ωστόσο, τα εγκαταλελειμμένα κτήρια δεν συνδέονται μόνο με αρνητικές επιπτώσεις. Μπορούν να αποτελέσουν μία εξαιρετική βάση για τη δημιουργία ενός μοναδικού έργου. Με την προοπτική, ανάδειξης και αξιοποίησης, πολλοί ιδιοκτήτες, επενδυτές, αλλά και αρχιτεκτονικά γραφεία, στρέφονται πλέον στην αξιοποίηση υφιστάμενων κτηρίων. Με κατάλληλες παρεμβάσεις και στρατηγικές διαχείρισης, μπορούν να αποτελέσουν φορέα ευκαιριών για αστική αναζωογόνηση και ανάπτυξη.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το ζυθοποιείο Lobeč στην Τσεχία. Το ζυθοποιείο έχει μια πολύτιμη και πλούσια ιστορία που χρονολογείται από το 1586 και βρίσκεται στο γραφικό χωριό Lobeč στην προστατευόμενη δασική περιοχή Kokořínsko, στην Τσεχία.
Το μακροπρόθεσμο έργο για την αποκατάσταση και αναγέννηση του ζυθοποιείου έχει ζωντανέψει αυτό το μικρό χωριό, των 140 κατοίκων και έχει εξασφαλίσει ότι το ζυθοποιείο μπορούν να απολαμβάνουν οι επόμενες γενιές.
Το ζυθοποιείο λειτουργούσε αδιάλειπτα από τον 16ο αιώνα, ενώ η σημερινή κατασκευή έχει τις ρίζες του στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Στη δεκαετία του 1890, η ζυθοποιία εκσυγχρονίστηκε σε βιομηχανική ζυθοποιία με ατμομηχανή. Η παραγωγή σταμάτησε το 1943 και ο χώρος είχε εγκαταλειφθεί από τη δεκαετία του 1980 και είχε ερειπωθεί.
Οι αρχιτέκτονες Pavel και Jana Prouza ανακάλυψαν το ξεχασμένο ζυθοποιείο, σε μια επίσκεψη τους στο χωριό τον Μάιο του 2007 και έγιναν τελικά ιδιοκτήτες του ζυθοποιείου. Εργάστηκαν 15 χρόνια για τη διάσωσή και αναβίωση του κτηρίου.
Το 2015 έγινε επανεκκίνηση της παραγωγής μπύρας και το συγκρότημα της ζυθοποιίας άνοιξε για το κοινό. Η ανανεωμένη ζυθοποιία, παράγει σήμερα περίπου 1000 εκατόλιτρα craft μπύρα. Η διάσωση του κτηρίου οδήγησε τελικά στην αναβίωση της μπύρας Lobeč με τη μορφή ενός μπαρ ζυθοποιίας/τραπεζαρίας, με ξεναγήσεις στο ιστορικό ζυθοποιείο, με παρουσίαση την παράδοση της ζυθοποιίας στο Lobeč.
Πιο συγκεκριμένα, το 2019 δημιουργήθηκαν ευρύχωρα στούντιο - διαμερίσματα πάνω από την παλιά αίθουσα του ζυθοποιείου, για επισκέπτες που θέλουν να περάσουν τη διαμονή τους σε μια εξοχική κατοικία, στη σοφίτα του ζυθοποιείου, απολαμβάνοντας τη βιομηχανική ατμόσφαιρα.
Επιπλέον, μια ξεχωριστή γαστρονομική εμπειρία, μπορεί να απολαύσει κανείς στην παλιά αίθουσα του ζυθοποιείου, ακριβώς κάτω από την καμινάδα της αίθουσας παρασκευής. Στην τραπεζαρία του ζυθοποιείου προσφέρονται πιάτα από την τσέχικη παραδοσιακή κουζίνα με τοπικά προϊόντα και βότανα από τον κήπο του ζυθοποιείου.
Σήμερα, αυτή η περιοχή, της μικρής βιοτεχνικής ζυθοποιίας Steam Powered Brewery Lobeč είναι ένα δημοφιλές τουριστικό αξιοθέατο για το Kokořín, την περιοχή της λίμνης Mácha, αλλά και ολόκληρη την περιοχή. Ο συνδυασμός πολιτιστικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων έχει διασφαλιστεί τη μελλοντική του βιωσιμότητα.
Η αναβίωση του ζυθοποιείου έφερε ξανά ζωή στο χωριό, με νέες οικογένειες να έρχονται. Το χωριό ακμάζει κοινωνικά, με το ζυθοποιείο και τις κοινοτικές δραστηριότητες να κάνουν το μικρό χωριό ένα μοναδικό μέρος για επίσκεψη. Η τοπική κοινωνία είναι περήφανη για το ζυθοποιείο της. Η ζυθοποιία έχει επίσης ενταχθεί στο ERIH - European Route of Industrial Heritage, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της προβολής της σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το έργο αποτελεί και ένα παράδειγμα επιτυχημένης διαχείρισης έργου διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς με περιορισμένους οικονομικούς πόρους. Το έργο χρηματοδοτήθηκε ως επί το πλείστον από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες και με υποστήριξη από την τσεχική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης.
πηγή: e-thessalia.gr