Τα έσοδα από ΕΦΚ δεν φαίνεται να αποτελούν ιδιαίτερα ισχυρές συνιστώσες για την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων, διαπιστώνει η μελέτη.
Μελέτη με τίτλο «Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στα Καπνικά Προϊόντα και τα Αλκοολούχα Ποτά στην Ελλάδα: Έσοδα και Ελαστικότητες» εξέδωσε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) εκτιμώντας πώς λειτουργούν τα έσοδα από ειδικούς φόρους ως κομμάτι των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Ένα από τα πιο βασικά ευρήματα της μελέτης είναι ότι, σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων, η εκτιμώμενη ευαισθησία (ελαστικότητα ή τάση μεταβολής) των εσόδων δεν είναι στο ύψος της μονάδας, αλλά χαμηλότερη, κυρίως στον μακροχρόνιο ορίζοντα. Συνεπώς, και οι δύο υπό εξέταση φορολογικές κατηγορίες εσόδων από ΕΦΚ δεν φαίνεται να αποτελούν ιδιαίτερα ισχυρές συνιστώσες για την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων ή να κινητοποιούν δυναμικά την αύξησή τους.
Όπως αναφέρεται, σε ό,τι αφορά τα έσοδα από τους ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα, την περίοδο 2000-2016 παρατηρείται μία τάση αύξησης των εσόδων. Αν όμως αναλυθεί η πορεία των εσόδων κατά τη διάρκεια των δύο υποπεριόδων που εξετάστηκαν, παρατηρείται ότι την πρώτη υποπερίοδο (2000-2008) τα έσοδα αυξάνονται κατά μέσο όρο, ενώ τη δεύτερη υποπερίοδο (2009-2016) τα έσοδα μειώνονται. Η διαφορά αυτή μπορεί να σχετίζεται, τόσο με τις σημαντικές αλλαγές στους συντελεστές των ΕΦΚ που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα αυτό, όσο και με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά και με την άνοδο του λαθρεμπορίου. Υπενθυμίζεται ότι η περίοδος που εξετάζεται, χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές στους συντελεστές ΕΦΚ των τσιγάρων (από τα οποία προέρχεται και το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από τους ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα). Επίσης, ιδιαίτερα κρίσιμη ήταν η μεταβολή που πραγματοποιήθηκε το 2013 στους συντελεστές ΕΦΚ, τόσο των τσιγάρων, όσο και του καπνού, η οποία ουσιαστικά άλλαξε τη δομή του φορολογικού συστήματος, μετατοπίζοντας το βάρος από τον αναλογικό συντελεστή στον πάγιο.
Αναφορικά με τα έσοδα από τους ΕΦΚ στα αλκοολούχα ποτά, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου (2000-2016), παρατηρείται μία τάση αύξησης των εσόδων. Οι αυξήσεις αυτές, μπορούν ενδεχομένως να συνδεθούν και με τις σημαντικές αυξήσεις στους συντελεστές ΕΦΚ στα αλκοολούχα ποτά, τόσο στα οινοπνευματώδη ποτά και τα ενδιάμεσα προϊόντα, όσο και στην μπύρα, που έχουν πραγματοποιηθεί τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα έσοδα από τη φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών και των ενδιάμεσων προϊόντων, παρουσίασαν σχετικά μικρή αύξηση, ενώ αντίθετα τα έσοδα από τη φορολόγηση της μπύρας αυξήθηκαν σημαντικά. Συνεπώς, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός, ότι αν και τα έσοδα από τον ΕΦΚ στα οινοπνευματώδη ποτά και τα ενδιάμεσα προϊόντα αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών εσόδων από τους ΕΦΚ στα αλκοολούχα ποτά, το ποσοστό αυτό μειώνεται, ενώ αντίθετα η συμμετοχή των εσόδων από τον ΕΦΚ στην μπύρα αυξάνεται. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελεί μία ένδειξη, ότι η ζήτηση για μπύρα είναι περισσότερο ανελαστική σε σύγκριση με τη ζήτηση για οινοπνευματώδη ποτά και ενδιάμεσα προϊόντα, με την έννοια ότι οι αυξήσεις των τιμών που προκλήθηκαν από τις αυξήσεις του συντελεστή του ΕΦΚ στην μπίρα, επηρέασαν συγκριτικά λιγότερο την κατανάλωση μπύρας και κατ' επέκταση τα έσοδα από τον ΕΦΚ στην μπίρα σε σύγκριση με τα οινοπνευματώδη ποτά.
Στο πλαίσιο της ΕΕ αξίζει να σημειωθεί ότι τα έσοδα από τους ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα αλλά και στα αλκοολούχα ποτά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν ξεκάθαρες τάσεις αύξησης ή μείωσης των εσόδων. Η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση (ανάμεσα στα 24 κράτη-μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2016) σε ό,τι αφορά τα έσοδα από τους ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα το 2016, τα οποία αντιστοιχούν στο 1,42% του ΑΕΠ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 0,9%.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τα έσοδα από τους ΕΦΚ, στα αλκοολούχα ποτά η Ελλάδα βρίσκεται στην 13η θέση (ανάμεσα στα 25 κράτη-μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2016), τα οποία αντιστοιχούν στο 0,26% του ΑΕΠ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 0,32%.
Συνολικά, οι δύο αυτές κατηγορίες εσόδων αποτελούν το 1,68% του ΑΕΠ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,22%.
«Συνεπώς, η πολιτική των ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα και τα αλκοολούχα ποτά πρέπει να λαμβάνει υπόψη και άλλους παράγοντες κατά τη λήψη των αποφάσεων, όπως η πιθανή απόκλιση μεταξύ των προϋπολογισθέντων και των πραγματοποιηθέντων εσόδων, το τυχόν φορολογικό κενό που προκύπτει, αλλά και άλλες διαστάσεις, όπως η προσιτότητα των προϊόντων, η εμφάνιση και διάδοση νέων προϊόντων, η έκταση του λαθρεμπορίου, πιθανές εξελίξεις στο θεσμικό πλαίσιο και η συμπεριφορική διάσταση, που δύναται να επηρεάζουν τη ζήτηση και την πορεία των εσόδων, κυρίως σε περιόδους σημαντικών οικονομικών διακυμάνσεων».
πηγή: protothema.gr