Η υπόθεση που σχετίζεται με την Αθηναϊκή Ζυθοποιία και κατ' επέκταση με τη μητρική της εταιρεία, Heineken, μετρά αρκετά διαδοχικά επεισόδια στην Ελλάδα.
Το κουβάρι ξεκίνησε να ξετυλίγεται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και συνεχίζεται έως σήμερα με διαδοχικές πλέον εξελίξεις στις δικαστικές αίθουσες, τελευταία από τις οποίες είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στο Άμστερνταμ. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου που έγινε γνωστή πριν λίγες ώρες για τη συγκεκριμένη υπόθεση θέτει προ των ευθυνών της την πολυεθνική, Heineken, για την αντιανταγωνιστική συμπεριφορά της ελληνικής θυγατρικής της. Ταυτόχρονα - με μία ενδιάμεση απόφαση - δίνει το δικαίωμα στην Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης (Βεργίνα) που είχε προσφύγει στο ολλανδικό δικαστήριο, να διεκδικήσει ποσό που υπερβαίνει τα 160 εκατομμύρια ευρώ, ενώ δημιουργεί δεδικασμένο, το οποίο ανοίγει την πόρτα για αποζημίωση περί τα 300 εκατομμύρια ευρώ, από την έτερη ανταγωνιστική εταιρεία, την δανέζικη Carslberg, η οποία έχει επίσης προσφύγει για τον ίδιο λόγο στα διεθνή όργανα απονομής δικαιοσύνης.
Από πλευράς Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης αποτελεί την πρώτη σημαντική δικαίωση σε διεθνές επίπεδο, ενός πολυετούς δικαστικού αγώνα που είχε ξεκινήσει η εταιρεία πριν από 20 και πλέον έτη.
Η απάντηση της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας
Το Capital.gr ζήτησε για το θέμα και τη θέση της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, η οποία ανέφερε: "Η απόφαση που ανακοινώθηκε στις 23/10 είναι καθαρά τεχνική και διαδικαστική πάνω σε μια υπόθεση και απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού από το 2014. Δεν έχει ακόμη γίνει κάποια ακρόαση πάνω στην ουσία της υπόθεσης. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία θα εξετάσει το τελικό κείμενο της απόφασης και θα αποφασίσει για τα επόμενα βήματά της".
Η τελευταία απόφαση της ολλανδικής Δικαιοσύνης φαίνεται να καθιστά σαφές ότι η Heineken αποτελεί μέρος της ίδιας επιχείρησης με τη θυγατρική της και ως τέτοια είναι αλληλεγγύως και εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για τις παραβιάσεις των αρχών του ανταγωνισμού από πλευράς της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, όπως επιβεβαιώθηκε στην απόφαση της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού με αριθμό 590/2015, στην οποία αρχικά επιβλήθηκε πρόστιμο 31,45 εκατομμυρίων ευρώ. Στη συνέχεια η εταιρεία προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο, επιτυγχάνοντας τη μείωση του ποσού κατά 17% στα 26,7 εκατομμύρια ευρώ και ακολούθως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την αναίρεση της απόφασης, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Ως εκ τούτου υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 26,7 εκατομμυρίων ευρώ.
Το πρόστιμο είχε επιβληθεί με την αιτιολογία ότι "η πολιτική της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, πρακτικές που κατέτειναν σε αποκλειστική προμήθεια στην αγορά επιτόπιας κατανάλωσης (μεγάλοι πελάτες / αλυσίδες εστίασης και λοιπά τελικά σημεία), με τη χορήγηση σ' αυτούς σημαντικών χρηματικών και άλλου είδους ανταλλαγμάτων υπό τους όρους όμως αποκλειστικότητας ή/και περιορισμού του εφοδιασμού τους από ανταγωνιστικούς προμηθευτές, καθώς και με την επιβολή, υπό τις αυτές πάντοτε δεσμεύσεις, εκπτώσεων πίστης και στόχων πωλήσεων. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία υλοποιούσε, επίσης, περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές προς χονδρεμπόρους, όπως η παροχή σε αυτούς σημαντικών οικονομικών κινήτρων έναντι περιορισμού του εφοδιασμού τους από ανταγωνιστές, προνομιακών όρων πίστωσης, και με την άσκηση παράλληλης πίεσης για διακοπή της διακίνησης ανταγωνιστικών σημάτων".
Σε προγενέστερη απόφασή της το 2014 (590/2014) η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανέφερε χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων ότι "ενόψει των εν συνεχεία εκτιθέμενων ανακύπτουν ιδιαίτερες ανησυχίες εκ του γεγονότος ότι μια επιχείρηση του μεγέθους της Αθηναϊκής προβαίνει συστηματικά σε χορήγηση εξαιρετικά υψηλών παροχών χωρίς σύμβαση και χωρίς συναφώς να προκύπτει η αιτία της χορήγησής τους, ούτε διαφάνεια και βεβαιότητα για τον αντισυμβαλλόμενο", εννοώντας τις παροχές που έδινε η εταιρεία προς τις συνεργαζόμενες εμπορικές επιχειρήσεις για να την τοποθετήσουν στα ράφια ή τα ψυγεία τους.
Σε άλλο σημείο της ίδιας απόφασης, η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναφερόταν στις πρακτικές της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, επισημαίνοντας ότι προβαίνει στην "επιβολή όρων αποκλειστικής προμήθειας και διάθεσης των εμπορικών της σημάτων, προκαταβολική χορήγηση παροχών και εν γένει πολλαπλών οικονομικών ανταλλαγμάτων υπό τους όρους αποκλειστικότητας και εκτοπισμού συγκεκριμένων ανταγωνιστών, εξατομικευμένες παροχές που οδηγούν σε διακριτική μεταχείριση, σε αγορές σημάτων της καθ' ης κατ' αποκλεισμό ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και σε απειλές και τιμωρητική συμπεριφορά σε περίπτωση συνεργασίας με ανταγωνιστικό προμηθευτή και άλλες πρακτικές ισοδύναμου αποτελέσματος με επιβολή αποκλειστικότητας / αποκλεισμού".
Τα μερίδια στα ελληνικά σούπερ μάρκετ
Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία της Heineken, η οποία πουλά τις Alfa, Amstel και Heineken στην Ελλάδα, κατέχει σήμερα μερίδιο αγοράς 50% της ελληνικής αγοράς μπύρας στο κανάλι των σούπερ μάρκετ. Η Carlsberg, η οποία παρασκευάζει τη Fix και τη Mythos, κατέχει το 31%, ενώ η MTB, η ζυθοποιία της μπύρας Vergina, κατέχει το 5%. Σημειώνεται πως όταν ξεκίνησε ο κύκλος των προσφυγών κατά της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας το 2003, το μερίδιό της στην ελληνική αγορά ήταν στο φάσμα μεταξύ 75-85%, της τότε Μύθος Ζυθοποιία (μετέπειτα Carslberg) 15-25% και της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης μεταξύ 0-5%.
H Βεργίνα, ο Πολιτόπουλος και πώς ξεκίνησε ο κύκλος των προσφυγών
Ερχόμενοι τώρα στην περίπτωση της Βεργίνας, ο ιδρυτής της και εξ Αμερικής ορμώμενος, Δημήτρης Πολιτόπουλος, είχε αναφέρει σε κάποια από τις δηλώσεις του πως "γνωρίζαμε ότι το κοινό θα αντιμετωπίσει με διστακτικότητα την πρώτη μπίρα με ελληνικά γράμματα στην ετικέτα της και ήμαστε προετοιμασμένοι γι' αυτό. Δεν ήμαστε προετοιμασμένοι όμως για τον πόλεμο που δεχτήκαμε από τον ανταγωνισμό".
Ο Πολιτόπουλος, αμερικανοτραφής και κατά μία έννοια οικονομικός μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρέθηκε εκεί μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, όπου δημιούργησε μαζί με τον αδερφό του εργοστάσιο χημικών βαριάς οργανικής σύνθεσης. Ο ίδιος, όντας μουσικόφιλος και θαυμαστής του Φρανκα Ζάπα, ένα από τα αποφθέγματα του οποίου ήταν ότι "μία χώρα δεν μπορεί να θεωρείται σοβαρή, εάν δεν έχει τουλάχιστον μία δική της μπύρα και μία αεροπορική εταιρεία", επηρεάστηκε στην πράξη έντονα από διάσημο μουσικό. Το συγκεκριμένο απόφθεγμα καθόρισε με κάποιον τρόπο την ευρύτερη φιλοσοφία και σκέψη του επιχειρηματία, ο οποίος αποφάσισε κάποια στιγμή να επιστρέψει στην Ελλάδα, ιδρύοντας την Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης. Μάλιστα, πριν ο Δημήτρης Πολιτόπουλος καταλήξει στην δημιουργία της δικής του εταιρείας, είχε συζητήσει αρκετές φορές με τον Κάρολο Φιξ και τον Γιάννη Κουρτάκη, το ενδεχόμενο επιχειρηματικής σύμπραξης. Σενάριο που ωστόσο δεν ευοδώθηκε καθότι το 1997 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του εργοστασίου της Βεργίνας με επικεφαλής αποκλειστικά τον Δημήτρη Πολιτόπουλο.
Η επιχείρηση που πλέον έχει καταφέρει να εδραιώσει την παρουσία της στην αγορά της μπύρας στην Ελλάδα, έκανε την πρώτη της προσφυγή σε ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και συγκεκριμένα στην Κομισιόν, το 2003. Τότε ο Δ. Πολιτόπουλος κατήγγειλε τις πρακτικές του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά της μπύρας, ενώ το 2005 παρενέβη η Επιτροπή Ανταγωνισμού, διατάσσοντας αυτεπάγγελτη έρευνα. Η μακροχρόνια εξέταση της υπόθεσης κατέληξε στην επιβολή προστίμου ύψους 31,45 εκατομμυρίων ευρώ, με την ρυθμιστική αρχή να διαπιστώνει τότε ότι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία είχε προβεί σε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, με πρακτικές που αντιβαίνουν τον ορθό ανταγωνισμό. Ακολούθησε η προσφυγή της Μύθος Ζυθοποιία -μετέπειτα Ολυμπιακή Ζυθοποιία, θυγατρική της Carlsberg- το 2006. Η συγκεκριμένη επιχείρηση κατέθεσε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού καταγγελία για αθέμιτο ανταγωνισμό. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία προχώρησε με τη σειρά της σε έφεση, με το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, να επικυρώνει τελικά αναπροσαρμοσμένο πρόστιμο 26,7 εκατ. ευρώ, δικαιώνοντας τόσο τη Βεργίνα όσο και την Ολυμπιακή Ζυθοποιία.
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά μεγέθη της Βεργίνας, το 2023 ολοκληρώθηκε με κύκλο εργασιών 30,6 εκατ. ευρώ έναντι των 26,19 εκατ. ευρώ του 2022, με κέρδη προ φόρων 3,5 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 850.000 ευρώ το 2022.
Τί διαπίστωσε το ολλανδικό δικαστήριο
Επιστρέφοντας στο σήμερα, το Διοικητικό Δικαστήριο του Άμστερνταμ διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε "άλλο συμπέρασμα πέρα από το ότι η Heineken είχε αποφασιστική επιρροή στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία". Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο "διευθύνων σύμβουλος που διορίστηκε από τη Heineken", το 2005, Jac van Herpen, "καταδικάστηκε ποινικά για παραβίαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού".
Το ολλανδικό δικαστήριο θα αποφασίσει τώρα τις συνολικές αποζημιώσεις που δικαιούται να λάβει η MTB από τη Heineken. Η απόφαση αυτής της εβδομάδας σωρεύει περαιτέρω πίεση στο διοικητικό συμβούλιο της Heineken και τον διευθύνοντα σύμβουλό της, Dolf van den Brink, δημιουργώντας δεδικασμένο για τη Heineken, η οποία αντιμετωπίζει αντίστοιχες κατηγορίες από την Carlsberg, η οποία διεκδικεί περισσότερα από 300 εκατομμύρια ευρώ. Τα τελευταία χρόνια, η Heineken έχει τιμωρηθεί με πρόστιμο ή βρέθηκε στο στόχαστρο ερευνών από τις αρχές ανταγωνισμού στην Αυστρία, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ουγγαρία, την Ινδία και αλλού. Στην Αυστρία το 2023, η εθνική αρχή ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι, όπως και στην Ελλάδα, η θυγατρική της Heineken, Brau Union, είχε διαπράξει αντιανταγωνιστικές πρακτικές "που περιορίζουν τις ευκαιρίες πωλήσεων και την είσοδο στην αγορά ανταγωνιστικών ζυθοποιών και διώχνουν τους υπάρχοντες λιανέμπορους αλκοολούχων ποτών από την αγορά".
Η προσφυγή της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης και ο ισχυρισμός της Carlsberg αποτελούν συνέχεια της απόφασης της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού το 2015 ότι η θυγατρική της Heineken ήταν ένοχη για μακροχρόνιο και εκτεταμένο παράπτωμα που έβαινε ενάντια στις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η Heineken αποκάλυψε στην τελευταία της Ετήσια Έκθεση ότι αναγνωρίζει δυνητική υποχρέωση 478 εκατομμυρίων ευρώ ως απάντηση στις αξιώσεις αποζημίωσης από τους ανταγωνιστές της Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης και Carlsberg μετά την παράνομη συμπεριφορά της ολλανδικής ζυθοποιίας στην ελληνική αγορά.
Το ολλανδικό δικαστήριο καλείται να αποφασίσει για την έκταση της ζημίας για την οποία ευθύνεται η Heineken N.V., με την Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης να απαιτεί αποζημίωση τουλάχιστον 160 εκατομμυρίων ευρώ. Η απόφαση δημιουργεί προηγούμενο στο Δίκαιο Ανταγωνισμού της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι η Heineken μπορεί τώρα να είναι επίσης υπεύθυνη για παρόμοιες αξιώσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ μετά από μια διαδοχική επιβολή προστίμων από ρυθμιστικές αρχές της εκάστοτε αγοράς.
πηγή: capital.gr