Το ρήμα βρύ-ω, βρυ-άζω σημαίνει φουσκώνω, γεμίζω, υπερχειλίζω.
Παραγόμενα τα: βρύ-ση, βρύ-α, έμ-βρυ-ον αλλά και βρί-θω, βρ-άζω, ανα-βλύ-ζω. Βρύ-τος ήταν ένα είδος ζύθου από κριθάρι.
Λόγω της ζυμώσεως και του φουσκώματος, προέκυψαν τα br-ew, beer, br-eath, br-east, br-ead στα Αγγλικά και br-ot, bier στα Γερμανικά.
Φυσικά και η μπύρ-α είναι εξελληνισμένο του beer και κανονικά θα έπρεπε να λέγεται βύρ-α!